λαχαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαχαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λαχαίνω[1] διαφορετικό από το αρχαίο λαχαίνω (σκάβω) ή (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λαγχάνω[2] με θέμα λαχ- (όπως και στον αόριστο ἔλαχον) + -αίνω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /laˈçe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐χαί‐νω

λαχαίνω, στ.μέλλ.: θα λάχω, αόρ.: έλαχα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (οικείο) συνώνυμο του τυχαίνω σε κλήρωση, αποδίδομαι σε κάποιον με κλήρωση
  2. (οικείο, συνήθως στο 3ο πρόσωπο, συνήθως στον αόριστο έλαχε) συνώνυμο του τυχαίνω, συμβαίνει κατά τυχαίο τρόπο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. λαχαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαχαίνω < λαγχάνω < αρχαία ελληνική λαγχάνω με θέμα λαχ- (όπως και στον αόριστο ἔλαχον) + -αίνω

λαχαίνω



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαχαίνω < θέμα λαχ-, λαχαν- (όπως και στο λάχανον) +‎ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   . Δε σχετίζεται με το λαγχάνω.

λαχαίνω

  • σκάβω (κυρίως για καλλιέργειες)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]