λαϊκίστικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λαϊκίστικος < λαϊκ(ιστικός) + -ίστικος [1]
Επίθετο
[επεξεργασία]λαϊκίστικος, -η, -ο
- (πολιτική, νεολογισμός, οικείο) άλλη μορφή του λαϊκιστικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λαϊκίστικος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ λαϊκίστικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας