λημματογράφηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λημματογράφηση | οι | λημματογραφήσεις |
γενική | της | λημματογράφησης | των | λημματογραφήσεων |
αιτιατική | τη | λημματογράφηση | τις | λημματογραφήσεις |
κλητική | λημματογράφηση | λημματογραφήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λημματογράφηση < (λημματογραφώ) λημματογραφη- + -ση. Μορφολογικά αναλύεται σε < (λήμμα) λημματ- + -ο- + -γράφηση
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /li.ma.toˈγɾa.fi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λημ‐μα‐το‐γρά‐φη‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λημματογράφηση θηλυκό
- (λεξικογραφία) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του λημματογραφώ, η καταγραφή / συγγραφή λημμάτων σε κάποιο λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- λημματογραφώ
- λημμοτολόγηση
- → και δείτε τις λέξεις λήμμα και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λημματογράφηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γράφηση (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λεξικογραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)