λιγνιτοπαραγωγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | λιγνιτοπαραγωγός | το | λιγνιτοπαραγωγό | ||
γενική | του/της | λιγνιτοπαραγωγού | του | λιγνιτοπαραγωγού | ||
αιτιατική | τον/τη | λιγνιτοπαραγωγό | το | λιγνιτοπαραγωγό | ||
κλητική | λιγνιτοπαραγωγέ | λιγνιτοπαραγωγό | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | λιγνιτοπαραγωγοί | τα | λιγνιτοπαραγωγά | ||
γενική | των | λιγνιτοπαραγωγών | των | λιγνιτοπαραγωγών | ||
αιτιατική | τους/τις | λιγνιτοπαραγωγούς | τα | λιγνιτοπαραγωγά | ||
κλητική | λιγνιτοπαραγωγοί | λιγνιτοπαραγωγά | ||||
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -ή. | ||||||
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
λιγνιτοπαραγωγός, -ος, -ο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λιγνιτοπαραγωγός
|