λιγουρευτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιγουρευτός η λιγουρευτή το λιγουρευτό
      γενική του λιγουρευτού της λιγουρευτής του λιγουρευτού
    αιτιατική τον λιγουρευτό τη λιγουρευτή το λιγουρευτό
     κλητική λιγουρευτέ λιγουρευτή λιγουρευτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιγουρευτοί οι λιγουρευτές τα λιγουρευτά
      γενική των λιγουρευτών των λιγουρευτών των λιγουρευτών
    αιτιατική τους λιγουρευτούς τις λιγουρευτές τα λιγουρευτά
     κλητική λιγουρευτοί λιγουρευτές λιγουρευτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιγουρευτός < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /li.ɣu.ɾeˈftos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐γου‐ρευ‐τός

Επίθετο[επεξεργασία]

λιγουρευτός, -ή, -ό

  • που δημιουργεί πόθο, επιθυμία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]