λιονταρίνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιονταρίνα οι λιονταρίνες
      γενική της λιονταρίνας των λιονταρίνων
    αιτιατική τη λιονταρίνα τις λιονταρίνες
     κλητική λιονταρίνα λιονταρίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λιονταρίνα < λιοντάρι + κατάληξη θηλυκού -ίνα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʎon.daˈɾi.na/
μια λιονταρίνα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λιονταρίνα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]