μαγιονέζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαγιονέζα | οι | μαγιονέζες |
γενική | της | μαγιονέζας | — | |
αιτιατική | τη | μαγιονέζα | τις | μαγιονέζες |
κλητική | μαγιονέζα | μαγιονέζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαγιονέζα < (άμεσο δάνειο) γαλλική mayonnaise + -α
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ma.ʝoˈne.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐γιο‐νέ‐ζα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαγιονέζα θηλυκό
- (γαστρονομία) άσπρη κρύα σάλτσα με βάση το αυγό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α, θηλυκό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)