μαλαγάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαλαγάνα οι μαλαγάνες
      γενική της μαλαγάνας
    αιτιατική τη μαλαγάνα τις μαλαγάνες
     κλητική μαλαγάνα μαλαγάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαλαγάνα < (άμεσο δάνειο) ισπανική malagana (λιποθυμία)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαλαγάνα θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]