Μετάβαση στο περιεχόμενο

μανιάκης

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μανιάκης οἱ μανιάκαι
      γενική τοῦ μανιάκου τῶν μανιακῶν
      δοτική τῷ μανιάκ τοῖς μανιάκαις
    αιτιατική τὸν μανιάκην τοὺς μανιάκᾱς
     κλητική ! μανιάκη μανιάκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μανιάκ
γεν-δοτ τοῖν  μανιάκαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μανιάκης (ελληνιστική κοινή) < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μανιάκης, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]