μαρασκίνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαρασκίνο < (άμεσο δάνειο) ιταλική maraschino
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ma.ɾaˈsci.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ρα‐σκί‐νο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαρασκίνο ουδέτερο
- (φρούτο) ξινό κεράσι ή βύσσινο (prunus cerasus) του είδους marasca, που κατοπιν επεξεργασίας χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική ή στην ποτοποιία
- (ποτό) λικέρ που έχει ως βασικό αρωματικό και γευστικό συστατικό του το είδος marasca
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαρασκίνο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φρούτα (νέα ελληνικά)
- Ποτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)