μαργαρώδης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαργαρώδης < μεσαιωνική ελληνική από το μάργαρος (το μαργαριτάρι) + -ώδης
Επίθετο
[επεξεργασία]μαργαρώδης,ης,ες
- όμοιος με μαργαριτάρι στη λάμψη ή στην υφή
- ορυκτό που μοιάζει με το ιζηματογενές πέτρωμα μάργα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαργαρώδης
|