μαρμαρυγιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαρμαρυγιακός < μαρμαρυγίας + -ακός < μαρμαρυγή < αρχαία ελληνική μαρμαρυγή < μαρμαίρω
Επίθετο[επεξεργασία]
μαρμαρυγιακός, -ή, -ό
- (ορυκτολογία) που έχει σχέση με τον μαρμαρυγία, αναφέρεται ή ανήκει σ’ αυτόν, αποτελείται από μαρμαρυγία ή τον περιέχει στη σύστασή του
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μαρμαρυγίας
- → δείτε τις λέξεις μαρμαρυγή και μάρμαρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαρμαρυγιακός
|