μαστιχοπαραγωγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαστιχοπαραγωγός < μαστίχ(α) + -ο- + -παραγωγός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαστιχοπαραγωγός αρσενικό ή θηλυκό
- ο άνθρωπος που παράγει μαστίχα
Επίθετο
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | μαστιχοπαραγωγός | το | μαστιχοπαραγωγό | ||
γενική | του/της | μαστιχοπαραγωγού | του | μαστιχοπαραγωγού | ||
αιτιατική | τον/τη | μαστιχοπαραγωγό | το | μαστιχοπαραγωγό | ||
κλητική | μαστιχοπαραγωγέ | μαστιχοπαραγωγό | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | μαστιχοπαραγωγοί | τα | μαστιχοπαραγωγά | ||
γενική | των | μαστιχοπαραγωγών | των | μαστιχοπαραγωγών | ||
αιτιατική | τους/τις | μαστιχοπαραγωγούς | τα | μαστιχοπαραγωγά | ||
κλητική | μαστιχοπαραγωγοί | μαστιχοπαραγωγά | ||||
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -ή. | ||||||
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
μαστιχοπαραγωγός, -ός, -ό
- που παράγει μαστίχα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαστιχοπαραγωγός
|
Κατηγορίες:
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -παραγωγός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ός -ός -ό' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'εξαγωγός' (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)