μεγαλοεργοδότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεγαλοεργοδότης αρσενικό
- η εταιρεία ή το φυσικό πρόσωπο που παρέχει εργασία σε μεγάλο αριθμό εργαζομένων)
- ※ Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι στο εργατικό κίνημα κυριαρχούν οι δυνάμεις του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού δηλητηριάζει εδώ και χρόνια τις συνειδήσεις των εργαζομένων με την αντίληψη ότι έχουν κοινά συμφέροντα με τους μεγαλοεργοδότες. (εφ. Ριζοσπάστης, 19.06.2012)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγαλοεργοδότης
|