μεγαλοεργοδοτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγαλοεργοδοτικός < μεγαλοεργοδότης + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
μεγαλοεργοδοτικός
- που έχει σχέση με τη μεγαλοεργοδοσία ή τους μεγαλοεργοδότες ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις μεγαλοεργοδοσία, μεγάλος, έργο και δίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγαλοεργοδοτικός
|