μεγαλοεργοδοτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγαλοεργοδοτικός η μεγαλοεργοδοτική το μεγαλοεργοδοτικό
      γενική του μεγαλοεργοδοτικού της μεγαλοεργοδοτικής του μεγαλοεργοδοτικού
    αιτιατική τον μεγαλοεργοδοτικό τη μεγαλοεργοδοτική το μεγαλοεργοδοτικό
     κλητική μεγαλοεργοδοτικέ μεγαλοεργοδοτική μεγαλοεργοδοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγαλοεργοδοτικοί οι μεγαλοεργοδοτικές τα μεγαλοεργοδοτικά
      γενική των μεγαλοεργοδοτικών των μεγαλοεργοδοτικών των μεγαλοεργοδοτικών
    αιτιατική τους μεγαλοεργοδοτικούς τις μεγαλοεργοδοτικές τα μεγαλοεργοδοτικά
     κλητική μεγαλοεργοδοτικοί μεγαλοεργοδοτικές μεγαλοεργοδοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεγαλοεργοδοτικός < μεγαλοεργοδότης + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

μεγαλοεργοδοτικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]