Μετάβαση στο περιεχόμενο

μεγαλοεργοδοσία

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεγαλοεργοδοσία οι μεγαλοεργοδοσίες
      γενική της μεγαλοεργοδοσίας των μεγαλοεργοδοσιών
    αιτιατική τη μεγαλοεργοδοσία τις μεγαλοεργοδοσίες
     κλητική μεγαλοεργοδοσία μεγαλοεργοδοσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεγαλοεργοδοσία < μεγαλο- + εργοδοσία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μεγαλοεργοδοσία θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]