μεγαλοεργοδοσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεγαλοεργοδοσία θηλυκό
- το σύνολο όσων (εταιρειών ή φυσικών προσώπων) παρέχουν εργασία σε μεγάλο αριθμό εργαζομένων
- ※ Έτσι, η μεγαλοεργοδοσία εκτός από τα εργαλεία για ένταση της εκμετάλλευσης που της δίνει ο νόμος - έκτρωμα για τη 10ωρη δουλειά, έχει να διαλέξει και από ένα πλούσιο «μενού» για να απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής μισθών και ασφαλιστικών εισφορών. (εφ. Ριζοσπάστης, 17.09.2021)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγαλοεργοδοσία
|