μεζονέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεζονέτα < αγγλική maisonette + -α < γαλλική maisonette < maison + -ette < λατινικά mansio < maneo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεζονέτα θηλυκό
- διώροφη μονοκατοικία (ή διαμέρισμα) με εσωτερική σκάλα