μεμβρανώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεμβρανώδης < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική membraneux
Επίθετο[επεξεργασία]
μεμβρανώδης
- που μοιάζει με ή αποτελείται από μεμβράνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεμβρανώδης