μενετός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μενετός | η | μενετή | το | μενετό |
γενική | του | μενετού | της | μενετής | του | μενετού |
αιτιατική | τον | μενετό | τη | μενετή | το | μενετό |
κλητική | μενετέ | μενετή | μενετό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μενετοί | οι | μενετές | τα | μενετά |
γενική | των | μενετών | των | μενετών | των | μενετών |
αιτιατική | τους | μενετούς | τις | μενετές | τα | μενετά |
κλητική | μενετοί | μενετές | μενετά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μενετός < αρχαία ελληνική μενετός < μένω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
μενετός, -ή, -ό
- που μπορεί να περιμένει
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- χρησιμοποιείται μόνο στη φράση οι καιροί ου μενετοί: πρέπει να δράσουμε χωρίς καθυστέρηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οι καιροί ου μενετοί
|