μενουέτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μενουέτο τα μενουέτα
      γενική του μενουέτου των μενουέτων
    αιτιατική το μενουέτο τα μενουέτα
     κλητική μενουέτο μενουέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μενουέτο < ορθογραφικό δάνειο από τη γαλλική menuet + -ο (γαλλική προφορά mə.nɥɛ) [1] < menu (μικρός) + -et, για τα μικρά βήματα του χορού. Δείτε και μινουέτο.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.nuˈe.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐νου‐έ‐το

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μενουέτο ουδέτερο

  • (χορός, μουσική) παλιός γαλλικός χορός, σε ρυθμό 3/8 (τρία όγδοα) και η μουσική που τον συνόδευε που διαμορφώθηκε αργότερα ως αυτόνομη μουσική φόρμα
    Όταν ήταν παιδάκι, ο Μότσαρτ συνέθεσε μικρά μενουέτα.
    Το Μενουέτο είναι ένας από τους χορούς της σουίτας αλλά και πολύ συχνά, μέρος της σονάτας ή της συμφωνίας.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

  • Μενουέτο (με κεφαλαίο, ως τίτλος μουσικού κομματιού)
  • μινουέτο

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]