μερακλήδικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μερακλήδικος < μερακλ(ής), μερακληδ- + -ήδικος [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.ɾaˈkli.ði.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ρα‐κλή‐δι‐κος
Επίθετο[επεξεργασία]
μερακλήδικος, -η, -ο
- ετυμολογική γραφή του μερακλίδικος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μερακλήδικα (επίρρημα)
→ και δείτε τη λέξη μεράκι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μερακλήδικος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)