μεσουράνημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεσουράνημα < ελληνιστική κοινή μεσουράνημα < αρχαία ελληνική μεσουρανέω / μεσουρανῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεσουράνημα ουδέτερο
- (αστρονομία, μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μεσουρανώ
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεσουράνημα
|