μεταδότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταδότης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεταδότης < αρχαία ελληνική μεταδίδωμι. Μορφολογικά αναλύεται σε μετα- + δότης.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταδότης αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αναμεταδότης
- μετάδοση
- → και δείτε τις λέξεις μεταδίδω, μετά και δίδω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταδότης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μετα- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)