μεταμοντερνιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταμοντερνιστικός < μετα- + μοντερνιστικός
Επίθετο
[επεξεργασία]μεταμοντερνιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον μεταμοντερνισμό ή το μεταμοντέρνο ή αναφέρεται σ' αυτά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεταμοντερνιστικός
|