μεταναστευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταναστευτικός < μετανάστευση + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
μεταναστευτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την μετανάστευση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μετανάστης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταναστευτικός