μετεκπαιδευόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετεκπαιδευόμενος η μετεκπαιδευόμενη το μετεκπαιδευόμενο
      γενική του μετεκπαιδευόμενου της μετεκπαιδευόμενης του μετεκπαιδευόμενου
    αιτιατική τον μετεκπαιδευόμενο τη μετεκπαιδευόμενη το μετεκπαιδευόμενο
     κλητική μετεκπαιδευόμενε μετεκπαιδευόμενη μετεκπαιδευόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετεκπαιδευόμενοι οι μετεκπαιδευόμενες τα μετεκπαιδευόμενα
      γενική των μετεκπαιδευόμενων των μετεκπαιδευόμενων των μετεκπαιδευόμενων
    αιτιατική τους μετεκπαιδευόμενους τις μετεκπαιδευόμενες τα μετεκπαιδευόμενα
     κλητική μετεκπαιδευόμενοι μετεκπαιδευόμενες μετεκπαιδευόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

μετεκπαιδευόμενος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]