μεχκεμές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεχκεμές οι μεχκεμέδες
      γενική του μεχκεμέ των μεχκεμέδων
    αιτιατική τον μεχκεμέ τους μεχκεμέδες
     κλητική μεχκεμέ μεχκεμέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεχκεμές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική محكمه (mahkeme, mehkeme, δικαστήριο) (τουρκική mahkeme) < αραβική مَحْكَمَة (maḥkama, δικαστήριο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεχκεμές αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]