μηνυτήρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μηνυτήρ οἱ μηνυτῆρες
      γενική τοῦ μηνυτῆρος τῶν μηνυτήρων
      δοτική τῷ μηνυτῆρ τοῖς μηνυτῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν μηνυτῆρ τοὺς μηνυτῆρᾰς
     κλητική ! μηνυτήρ μηνυτῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μηνυτῆρε
γεν-δοτ τοῖν  μηνυτήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μηνυτήρ < μηνύω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μηνυτήρ αρσενικό

  • ο οδηγός, αυτός που δίνει οδηγίες

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]