μηχανογραφικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηχανογραφικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο μηχανογραφικός < μηχανογραφικό δελτίο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηχανογραφικό ουδέτερο
- αίτηση σε μορφή μηχανογραφικού δελτίου, που υποβάλει κάθε υποψήφιος για να εισαχθεί στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, στην οποία δηλώνει κατά σειρά προτεραιότητας τις προτιμήσεις του ως προς τις σχολές και τα τμήματα που επιθυμεί να εισαχθεί
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μηχανογραφικό
- αιτιατική ενικού του μηχανογραφικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μηχανογραφικός