μηχανογραφικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μηχανογραφικό τα μηχανογραφικά
      γενική του μηχανογραφικού των μηχανογραφικών
    αιτιατική το μηχανογραφικό τα μηχανογραφικά
     κλητική μηχανογραφικό μηχανογραφικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μηχανογραφικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο μηχανογραφικός < μηχανογραφικό δελτίο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μηχανογραφικό ουδέτερο

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μηχανογραφικό