μηχανορράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηχανορράφος < αρχαία ελληνική μηχανορράφος < μηχανο- + ραφ- (ῥάπτω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηχανορράφος αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που μηχανορραφεί