μικροτεχνία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροτεχνία οι μικροτεχνίες
      γενική της μικροτεχνίας των μικροτεχνιών
    αιτιατική τη μικροτεχνία τις μικροτεχνίες
     κλητική μικροτεχνία μικροτεχνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μικροτεχνία < μικρο- + τέχνη + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Kleinkunst[1])

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μικροτεχνία θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μικροτεχνία < μικρο- + τέχνη + -ία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μικροτεχνία θηλυκό