μικροτεχνία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροτεχνία οι μικροτεχνίες
      γενική της μικροτεχνίας των μικροτεχνιών
    αιτιατική τη μικροτεχνία τις μικροτεχνίες
     κλητική μικροτεχνία μικροτεχνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικροτεχνία < μικρο- + τέχνη + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Kleinkunst[1])

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μικροτεχνία θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικροτεχνία < μικρο- + τέχνη + -ία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μικροτεχνία θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]