μιμόδραμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μιμόδραμα < (λόγιο δάνειο) γαλλική mimodrame < αρχαία ελληνική μῖμος + δρᾶμα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /miˈmo.ðɾa.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐μό‐δρα‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μιμόδραμα ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μιμόδραμα
→ δείτε τη λέξη παντομίμα |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)