μισοπάλαβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μισοπάλαβος η μισοπάλαβη το μισοπάλαβο
      γενική του μισοπάλαβου της μισοπάλαβης του μισοπάλαβου
    αιτιατική τον μισοπάλαβο τη μισοπάλαβη το μισοπάλαβο
     κλητική μισοπάλαβε μισοπάλαβη μισοπάλαβο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μισοπάλαβοι οι μισοπάλαβες τα μισοπάλαβα
      γενική των μισοπάλαβων των μισοπάλαβων των μισοπάλαβων
    αιτιατική τους μισοπάλαβους τις μισοπάλαβες τα μισοπάλαβα
     κλητική μισοπάλαβοι μισοπάλαβες μισοπάλαβα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μισοπάλαβος < μισο- (<μισός) + παλαβός

Επίθετο[επεξεργασία]

μισοπάλαβος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]