μονόκαννο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονόκαννο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μονόκαννος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /moˈno.ka.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νό‐καν‐νο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονόκαννο ουδέτερο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονόκαννο
|