δίκαννο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δίκαννο | τα | δίκαννα |
γενική | του | δίκαννου | των | δίκαννων |
αιτιατική | το | δίκαννο | τα | δίκαννα |
κλητική | δίκαννο | δίκαννα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δίκαννο ουδέτερο
- κυνηγετικό όπλο με δύο κάννες
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δίκαννο