μουσόφιλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μουσόφιλος η μουσόφιλη το μουσόφιλο
      γενική του μουσόφιλου της μουσόφιλης του μουσόφιλου
    αιτιατική τον μουσόφιλο τη μουσόφιλη το μουσόφιλο
     κλητική μουσόφιλε μουσόφιλη μουσόφιλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μουσόφιλοι οι μουσόφιλες τα μουσόφιλα
      γενική των μουσόφιλων των μουσόφιλων των μουσόφιλων
    αιτιατική τους μουσόφιλους τις μουσόφιλες τα μουσόφιλα
     κλητική μουσόφιλοι μουσόφιλες μουσόφιλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουσόφιλος < μούσ(α) + -ο- + -φιλος

Επίθετο[επεξεργασία]

μουσόφιλος

  • εκείνος που λατρεύει τις τέχνες και τα γράμματα (κυριολεκτικά αυτός που αγαπά τις Μούσες, τις εννέα θεότητες, προστάτιδες των τεχνών στη θεολογία της αρχαίας Ελλάδα και συνεπώς αυτός που αγαπά τις τέχνες)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]