μου βγάζει το λάδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
μου βγάζει το λάδι
- με ταλαιπωρεί, με καταπονεί, με κουράζει
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- δε βλέπω άσπρη μέρα μαζί του
- με χορεύει στο ταψί
- με ψήνει
- μου αλλάζει τα φώτα
- μου βγάζει την Παναγία
- μου βγάζει την πίστη
- μου βγάζει την ψυχή ανάποδα
- μου έχει μαυρίσει τη ζωή
- μου κάνει τη ζωή μαύρη
- μου κάνει τη ζωή Μεγάλη Εβδομάδα
- μου κάνει τη ζωή πατίνι
- μου κάνει τον βίο αβίωτο
- μου ψήνει το ψάρι στα χείλη