μπαμπάτσικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπαμπάτσικος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]μπαμπάτσικος, -η, -ο
- παιδί που έχει μεγαλύτερο σώμα από ότι θα ήταν αναμενόμενο για την ηλικία του[1]
- ※ Aυτή η μαμά μπορεί να είναι μια σταλιά όμως γέννησε ένα μπαμπάτσικο μωρό 5 κιλών χωρίς να πάρει ούτε ένα παυσίπονο! (Μικροκαμωμένη μαμά γέννησε κορίτσαρο 5 κιλών χωρίς παυσίπονα! 11 Αυγούστου 2021, larissanet.gr [2])
- γεμάτος, μπόλικος, πληθωρικός
- ※ Και αυτή η μοιραία γυναίκα, η Μαριάνθη, ένα ευτραφές ραμολιμέντο με ξιγκάκια και μπαμπάτσικα στήθια που πάφλαζαν με το παραμικρό γελάκι, βρισκόταν τώρα ανάμεσα τους (Κώστας Εμμανουηλίδης, Ιπτάμενη πολυθρόνα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1999)
Αναφορές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπαμπάτσικος
|