μπαμπάτσικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπαμπάτσικος η μπαμπάτσικη το μπαμπάτσικο
      γενική του μπαμπάτσικου της μπαμπάτσικης του μπαμπάτσικου
    αιτιατική τον μπαμπάτσικο την μπαμπάτσικη το μπαμπάτσικο
     κλητική μπαμπάτσικε μπαμπάτσικη μπαμπάτσικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπαμπάτσικοι οι μπαμπάτσικες τα μπαμπάτσικα
      γενική των μπαμπάτσικων των μπαμπάτσικων των μπαμπάτσικων
    αιτιατική τους μπαμπάτσικους τις μπαμπάτσικες τα μπαμπάτσικα
     κλητική μπαμπάτσικοι μπαμπάτσικες μπαμπάτσικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπαμπάτσικος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

[επεξεργασία]

μπαμπάτσικος, -η, -ο

  1. παιδί που έχει μεγαλύτερο σώμα από ότι θα ήταν αναμενόμενο για την ηλικία του[1]
    ※  Aυτή η μαμά μπορεί να είναι μια σταλιά όμως γέννησε ένα μπαμπάτσικο μωρό 5 κιλών χωρίς να πάρει ούτε ένα παυσίπονο! (Μικροκαμωμένη μαμά γέννησε κορίτσαρο 5 κιλών χωρίς παυσίπονα! 11 Αυγούστου 2021, larissanet.gr [2])
  2. γεμάτος, μπόλικος, πληθωρικός
    ※  Και αυτή η μοιραία γυναίκα, η Μαριάνθη, ένα ευτραφές ραμολιμέντο με ξιγκάκια και μπαμπάτσικα στήθια που πάφλαζαν με το παραμικρό γελάκι, βρισκόταν τώρα ανάμεσα τους (Κώστας Εμμανουηλίδης, Ιπτάμενη πολυθρόνα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1999)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Σύγγραμμα Περιοδικόν, τόμος 14-15, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, Κωνσταντινούπουλη, 1884, σελ. 245 [1]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]