μπογάζι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπογάζι | τα | μπογάζια |
γενική | του | μπογαζιού | των | μπογαζιών |
αιτιατική | το | μπογάζι | τα | μπογάζια |
κλητική | μπογάζι | μπογάζια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπογάζι ουδέτερο (λαϊκότροπο) (& μπουγάζι)
- πορθμός
- στενό (θαλάσσιο) πέρασμα
- στενό, δίαυλος, μπούκα
- (άνεμος) ρεύμα αέρα που φυσάει σ' ένα στενό πέρασμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπογάζι