μπουγάζι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουγάζι τα μπουγάζια
      γενική του μπουγαζιού των μπουγαζιών
    αιτιατική το μπουγάζι τα μπουγάζια
     κλητική μπουγάζι μπουγάζια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπουγάζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική boğaz με τροπή [o] > [u] + . Δείτε και μπογάζι.[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /buˈɣa.zi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπου‐γά‐ζι}

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπουγάζι ουδέτερο (λαϊκότροπο)

  1. (γεωγραφία) πορθμός
  2. (γεωγραφία) στενό (θαλάσσιο) πέρασμα
  3. στενό, δίαυλος, μπούκα
  4. (άνεμος) ρεύμα αέρα που φυσάει σ' ένα στενό πέρασμα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]