μπουγάζι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /buˈɣa.zi/
- συλλαβισμός : μπου‐γά‐ζι}
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπουγάζι ουδέτερο (λαϊκότροπο)
- (γεωγραφία) πορθμός
- (γεωγραφία) στενό (θαλάσσιο) πέρασμα
- στενό, δίαυλος, μπούκα
- (άνεμος) ρεύμα αέρα που φυσάει σ' ένα στενό πέρασμα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ «μπουγάζι» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Άνεμοι (νέα ελληνικά)