μυριοστημόριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μυριοστημόριο | τα | μυριοστημόρια |
γενική | του | μυριοστημόριου & μυριοστημορίου |
των | μυριοστημόριων & μυριοστημορίων |
αιτιατική | το | μυριοστημόριο | τα | μυριοστημόρια |
κλητική | μυριοστημόριο | μυριοστημόρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μυριοστημόριο < αρχαία ελληνική μῡρῐοστημόρῐον < μυριοστός (< μυρίος) + μόριον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μυριοστημόριο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μυριοστημόριο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μόριο (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)