μυριοστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μυριοστός < αρχαία ελληνική μυριοστός < μυρίος + -οστός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /mi.ri.oˈstos/ & /mi.rʝoˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐ρι‐ο‐στός ή μυ‐ριο‐στός
Επίθετο
[επεξεργασία]μυριοστός
- που βρίσκεται στη σειρά δέκα χιλιάδες
- (κατ’ επέκταση) που βρίσκεται σε σειρά που αντιστοιχεί σε πολύ μεγάλο αριθμό ή που επαναλαμβάνεται πολλές φορές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μυριοστός
|