νεοαναπτυσσόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεοαναπτυσσόμενος < νεο- + αναπτυσσόμενος
Μετοχή[επεξεργασία]
νεοαναπτυσσόμενος
- που πρόσφατα αναπτύχθηκε ή αναπτύσσεται
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεοαναπτυσσόμενος
|