ξενοπρεπής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξενοπρεπής η ξενοπρεπής το ξενοπρεπές
      γενική του ξενοπρεπούς* της ξενοπρεπούς του ξενοπρεπούς
    αιτιατική τον ξενοπρεπή την ξενοπρεπή το ξενοπρεπές
     κλητική ξενοπρεπή(ς) ξενοπρεπής ξενοπρεπές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξενοπρεπείς οι ξενοπρεπείς τα ξενοπρεπή
      γενική των ξενοπρεπών των ξενοπρεπών των ξενοπρεπών
    αιτιατική τους ξενοπρεπείς τις ξενοπρεπείς τα ξενοπρεπή
     κλητική ξενοπρεπείς ξενοπρεπείς ξενοπρεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξενοπρεπής < αρχαία ελληνική ξένος + -πρεπής

Επίθετο[επεξεργασία]

ξενοπρεπής

  1. που ταιριάζει στους ξένους, τους χαρακτηρίζει
    το ντύσιμο του ήταν ξενοπρεπές, φαινόταν από μακριά πως δεν ήταν από εδώ
  2. που είναι περίεργος, ασυνήθιστος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]