Μετάβαση στο περιεχόμενο

ξυλομπογιά

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξυλομπογιά οι ξυλομπογιές
      γενική της ξυλομπογιάς των ξυλομπογιών
    αιτιατική την ξυλομπογιά τις ξυλομπογιές
     κλητική ξυλομπογιά ξυλομπογιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ξυλομπογιές σε διάφορα χρώματα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ξυλομπογιά < ξυλο- + μπογιά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ksi.lo.boˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξυλομπογιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξυλομπογιά θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]