ολοσηρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολοσηρικός η ολοσηρική το ολοσηρικό
      γενική του ολοσηρικού της ολοσηρικής του ολοσηρικού
    αιτιατική τον ολοσηρικό την ολοσηρική το ολοσηρικό
     κλητική ολοσηρικέ ολοσηρική ολοσηρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολοσηρικοί οι ολοσηρικές τα ολοσηρικά
      γενική των ολοσηρικών των ολοσηρικών των ολοσηρικών
    αιτιατική τους ολοσηρικούς τις ολοσηρικές τα ολοσηρικά
     κλητική ολοσηρικοί ολοσηρικές ολοσηρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ολοσηρικός < ολο- + σηρικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ολοσηρικός, -ή, -ό

  1. (λόγιο) ολομέταξος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ολοσηρικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]