ολοσηρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ολοσηρικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις σηρ και σηροτροφία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολοσηρικός
|