ολοσώματος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολοσώματος η ολοσώματη το ολοσώματο
      γενική του ολοσώματου της ολοσώματης του ολοσώματου
    αιτιατική τον ολοσώματο την ολοσώματη το ολοσώματο
     κλητική ολοσώματε ολοσώματη ολοσώματο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολοσώματοι οι ολοσώματες τα ολοσώματα
      γενική των ολοσώματων των ολοσώματων των ολοσώματων
    αιτιατική τους ολοσώματους τις ολοσώματες τα ολοσώματα
     κλητική ολοσώματοι ολοσώματες ολοσώματα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ολοσώματος < ελληνιστική κοινή ὁλοσώματος

Επίθετο[επεξεργασία]

ολοσώματος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]