ονειρευτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ονειρευτός < ονειρεύομαι + -τός
Επίθετο
[επεξεργασία]ονειρευτός, -ή, -ό
- που ονειρεύεται κάποιος να τον αποκτήσει, που τον επιθυμεί
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη όνειρο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ονειρευτός
|