οργανοχημικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οργανοχημικός η οργανοχημική το οργανοχημικό
      γενική του οργανοχημικού της οργανοχημικής του οργανοχημικού
    αιτιατική τον οργανοχημικό την οργανοχημική το οργανοχημικό
     κλητική οργανοχημικέ οργανοχημική οργανοχημικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οργανοχημικοί οι οργανοχημικές τα οργανοχημικά
      γενική των οργανοχημικών των οργανοχημικών των οργανοχημικών
    αιτιατική τους οργανοχημικούς τις οργανοχημικές τα οργανοχημικά
     κλητική οργανοχημικοί οργανοχημικές οργανοχημικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οργανοχημικός < οργανικός + -ο- + χημικός

Επίθετο[επεξεργασία]

οργανοχημικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]