ορθοκανονικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορθοκανονικός η ορθοκανονική το ορθοκανονικό
      γενική του ορθοκανονικού της ορθοκανονικής του ορθοκανονικού
    αιτιατική τον ορθοκανονικό την ορθοκανονική το ορθοκανονικό
     κλητική ορθοκανονικέ ορθοκανονική ορθοκανονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορθοκανονικοί οι ορθοκανονικές τα ορθοκανονικά
      γενική των ορθοκανονικών των ορθοκανονικών των ορθοκανονικών
    αιτιατική τους ορθοκανονικούς τις ορθοκανονικές τα ορθοκανονικά
     κλητική ορθοκανονικοί ορθοκανονικές ορθοκανονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορθοκανονικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ορθοκανονικός

  1. (μαθηματικά) που είναι ταυτόχρονα ορθογώνιος (δηλαδή κάθετος) και κανονικοποιημένος (συνήθως με μοναδιαίο μέτρο).
    Το καρτεσιανός σύστημα συντεταγμένων είναι ορθοκανονικό.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]